κελεύστωρ

κελεύστωρ
κελεύσ-τωρ, ορος, ,
A one who commands, more general than κελευστής, Phryn.PSp.81 B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κελεύστωρ — κελεύστωρ, ὁ (Α) [κελεύω] ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί …   Dictionary of Greek

  • κελεύστωρ — one who commands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελεύω — (ΑΜ κελεύω) παραγγέλλω, διατάζω, προστάζω νεοελλ. (για νόμους) θεσπίζω, ορίζω, καθορίζω («θα κάνω ό,τι κελεύει ο νόμος») αρχ. 1. (αντίθ. τού επιτάττω) ζητώ, ικετεύω, παρακαλώ 2. (για ανώτερον προς κατώτερον) επιβάλλω κάτι σε κάποιον, δίνω εντολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”